Η εκδίκηση

2014-03-09 16:50

Η εκδίκηση

 

 

  Τί είναι σωστό; τί είναι λάθος; τί είναι δίκαιο; τι είναι άδικο; Αν με ρωτούσες πριν από μία εβδομάδα, θα απαντούσα πως σωστό είναι αυτό που το μυαλό σου, αν είσαι σώφρον θεωρεί πρέπον. Σωστό είναι αυτό που σου δημιουργεί ενοχές όταν έχεις πράξει το αντίθετο. Το δίκαιο; το δίκαιο είναι, ή μάλλον πίστευα πως ήταν αυτό που με επωφελούσε, ίσως όχι το δίκαιο για όλους αλλά σίγουρα για εμένα.

 

  Έχοντας χάσει πλέον τον αδερφό μου, αυτόν που με πρόσεχε και κάθε παρασκευή βράδυ μου έδινε ένα μάθημα, αναθεωρώ. Κειτόμενος στην άσφαλτο νιώθω το αίμα να κυλά έξω από το σώμα μου, τα πόδια μου έχουν παγώσει ενώ η καρδία μου επιβραδύνει. Πεθαίνω; έτσι φαίνεται, είναι δίκαιο; δεν ξέρω, δεν μπορώ να απαντήσω. Έτσι ζητώ από εσένα να το κάνεις αφού ακούσεις την ιστορία μου. Ένα μόνο  σου ζητώ, κατάρριψε  όλες τις προκαταλήψεις σου, κρίνε με χωρίς να τις έχεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου. Κατάρριψε την ιδεολογία σου για μια στιγμή και άφησε με να σου διηγηθώ τον τρόπο με τον οποίο κατέρριψα εγώ την δική μου...

 

   Κόντευε έντεκα , τα φώτα στους δρόμους είχαν ανάψει και εγώ είχα μείνει να τα χαζεύω. Mπροστά από το σπίτι περνούσαν πεζοί και αυτοκίνητα. Έπαιζα σχηματίζοντας υδρατμούς με το χνότο μου στο τζάμι. Το μυαλό μου είχε ξεφύγει, αναρωτιόμουν πως λειτουργεί ο νους του ανθρώπου. Τρομάζω βλέποντας πόσα έχει καταφέρει. Έχει εφεύρει φως για το σκοτάδι, εκατομμύρια είδη μηχανών, είμαι περήφανος και νιώθω δυνατός, τότε όμως παρατηρώ καλύτερα. Κάτω από τον στύλο του ρεύματος βλέπω έναν ρακένδυτο άντρα που ψάχνει τα σκουπίδια, στη άλλη άκρη του δρόμου γίνεται πλιάτσικο ενώ στη γωνία του φαναριού άντρες παζαρεύουν την τιμή με γυναίκες "ελαφρών ηθών" μόνο για μια νύχτα. Πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος, το εξυπνότερο όν, που μπορεί να καταφέρει ό,τι βάλει στο νου του, να επιτρέπει σε συνανθρώπους του να ζουν στον δρόμο εκμεταλλευόμενοι; δεν καταλαβαίνω.

 Αυτή είναι όμως η στιγμή που έπρεπε να γυρίσω πίσω στα εγκόσμια. Η εξώπορτα έτριξε και μέσα μπήκε ο Άρης. Δεν είπε τίποτα. Τα ρούχα του ήταν πάλι λερωμένα, όπως κάθε φορά που γυρνά από τη δουλειά. Φαινόταν αγχωμένος. Κατάλαβα πως είχε μπλέξει ξανά, θα πέρασε από τα «αδέρφια» μας πριν να γυρίσει σπίτι.

- «γύρισες;»

- «σου έφερα φαγητό» είπε και άφησε μια σακούλα πάνω στο τραπέζι. Ήξερα τι περιείχε, την αγαπημένη μου μακαρονάδα από το ιταλικό του παρακάτω τετραγώνου. Δεν έχω πολλές επιλογές φαγητού, ότι αυτός μου φέρνει το δέχομαι. Η αλήθεια είναι πως ακόμη και για την διασφάλιση ενός πιάτου φαγητού ο Άρης εγκατέλειψε τη ζωή και τα όνειρα του. Από τη χρόνια που δολοφόνησαν τους γονείς μας, ζούσαμε μόνοι μας, σε αυτή τη φτωχογειτονιά. Θυσιαζόταν καθημερινά. Όσο και αν προσπαθούσα δεν ήταν δυνατόν να θυμηθώ την όψη του ξέγνοιαστου Άρη, είχε σβηστεί από τις αναμνήσεις μου. Η εικόνα του για εμένα είναι ένας σκληρά εργαζόμενος που έχει ως μόνη του διέξοδο, την «συμμορία».

 Έσκυψα πάνω από το τραπέζι, κοντοστάθηκα και ευχαριστήθηκα για μια στιγμή το άρωμα του φαγητού. Ήταν πιπεράτο, τόσο δελεαστικό. Ποτέ δεν κατάφερα να ξεχωρίσω τα συστατικά, είναι συνδυασμένα με απόλυτη τελειότητα...

- «ΛΟΥΚΑ». Τρόμαξα. Άκουσα την βαριά φωνή του Άρη να ξεσκίζει το λαρύγγι του. Ξαφνικά με έσπρωξε ένα-δύο μέτρα από τη θέση μου. Σωριάστηκα στο πάτωμα, χτύπησα το κεφάλι μου στον τοίχο. Ζαλίστηκα. Μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα για να ξαναδώ καθαρά. Όλα ήταν θολά, το μόνο που είδα ήταν μια σκιά να τρέχει μακριά από το παράθυρο και να μπαίνει μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Γύρισα και κοίταξα γύρω μου. Ο Άρης ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα, πήγα κοντά και τον ταρακούνησα... ήταν νεκρός. Μια σφαίρα είχε σφηνωθεί στο κεφάλι του. Αίμα κυλούσε και ξαφνικά βάφτηκα μ' αυτό. Με έσωσε. Πήρε τη θέση μου σπρώχνοντας με μακριά, θυσιάστηκε για εμένα. Δεν  έκλαψα, δεν φώναξα, δεν τρόμαξα έμεινα σαστισμένος κοιτάζοντας το πτώμα του αδελφού μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και δεν αντέδρασα.

 Η πόρτα έτριξε για τελευταία φορά  αυτό το βράδυ, μέλη της συμμορίας από τα διπλανά σπίτια μπήκαν τρομαγμένοι από τον πυροβολισμό. Είπαν πως τον άκουσαν και άρχισαν να τρέχουν για βοήθεια. Εγώ δεν άκουσα τίποτα πέρα από τη σπαραχτική φωνή του Άρη. Η τελευταία του λέξη ήταν το όνομα μου, το οποίο φώναξε με τέτοια δύναμη που κάλυψε τον κρότο του όπλου που αντήχησε σ' όλη τη γειτονιά. Η τελευταία κίνηση του ήταν να με σώσει. Δεν ήταν για το δικό του καλό αλλά για το δικό μου. Θυσιάστηκε άλλη μία φορά για το δικό μου όφελος.

 

    Το επόμενο βράδυ ακολούθησε η κηδεία. Όχι μια κηδεία σαν τις συνηθισμένες, αλλά μια τελετή αποχαιρετίσου και  μύησης ενός άλλου μέλους της οικογένειας στη συμμορία. Έτσι γίνεται. Η συμμορία όταν χάνει έναν δικό της παίρνει τον επόμενο πιο ώριμο της οικογένειας, άντρα ή γυναίκα. Είναι μία παράδοση, λόγω της οποίας εγώ έχασα ολόκληρη την οικογένεια μου. Μέσα σε τρείς μέρες μου μεταβιβάστηκε το «μήνυμα». Έτσι ονόμαζαν τα αδέρφια τη ιδεολογία της ομάδας. Είναι ένα μήνυμα για όλους τους ανθρώπους, αυτό της αντίστασης σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας, το δικαίωμα της ελευθερίας κάθε ανθρώπου και η δυνατότητα αυτόνομης απόδοσης δικαιοσύνης όταν κάποιοι, φίλοι-σκυλάκια της καπιταλιστικής κοινωνίας αδικούν εμάς τους σκληρά εργαζόμενους.

      Για τρεις μέρες δεν βγήκα ούτε για μια στιγμή από την αποθήκη όπου πλέον ήταν το λημέρι μου. Άκουγα ιστορίες του αδερφού μου, ηρωικές ιστορίες της αγωνιζόμενης μας ομάδας, όπως άλλωστε την αποκαλούσαμε. Έμαθα πως ο Άρης ήταν ο αρχηγός της ομάδας και πως τώρα μετά από την άδικη δολοφονία του κάτι έπρεπε να κάνουμε. Κάθε πρωί με έβρισκε στο ίδιο βρόμικο σημείο, όχι στο σχολείο έτσι όπως θα έπρεπε. Ονειρευόμουν όλη μου τη ζωή ένα καλύτερο μέλλον, πλέον το όνειρο μου αυτό έμοιαζε μακρινό. Θυμός κυλούσε στις φλέβες μου. Θυμός, μίσος και μια ανάμειξη αλκοόλ. Έπινα, έπινα πολύ. Οι νέοι φιλελεύθεροι μου φίλοι βρίσκονταν κάθε μέρα μαζί μου, δεν ήταν απλά φίλοι, είχαν γίνει η οικογένεια μου. Ήταν νευριασμένοι όπως και εγώ, σχεδίαζαν εκδίκηση για τον άδικο χαμό. Ως το νέο μέλος εγώ ήμουν αυτός που θα αποκαθιστούσε το δίκαιο. Οι μεγαλύτεροι της ομάδας γνώριζαν το φταίχτη και έκαναν σχέδια. Εγώ απλά τα άκουγα, αυτοί αποφάσιζαν. Αν ζητούσαν αίμα; θα σκότωνα, αν ζητούσαν βασανιστήρια; θα βασάνιζα. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Έτσι  μου είχαν μάθει και δεν το αμφισβητούσα. Ο σκοπός μου ήταν η εκδίκηση, όπως ήταν και για του Άρη όταν δολοφόνησαν τους δικούς μας.

Μελέτησα το σχέδιο πολύ καλά. Έμαθα της αρχές της ομάδας μου. Ο γενναίος και ο δυνατός είναι πάντα ατρόμητος. Έπρεπε να φανώ γενναίος, να κάνω ότι μου αρμόζει χωρίς να φοβάμαι, να είμαι δυνατός στο σώμα αλλά και στο μυαλό. Πέρασα σχεδόν ένα μήνα προπόνησης σ' όλους τους αυτούς τους τομείς, έγινα τέλειος. Έτσι σιγά σιγά το σχέδιο πήρε σάρκα και οστά.

Τα «αδέρφια» είχαν ψάξει και είχαν μάθει τα πάντα, είχαν οργανώσει τη τέλεια εκδίκηση και εγώ στεκόμουν μόλις λίγα μέτρα πιο πέρα από αυτήν, έτοιμος να αρπάξω την ευκαιρία. Ο εχθρός βρισκόταν μπροστά στα μάτια μου, μπορούσα να τον είχα ήδη σκοτώσει, όμως το σχέδιο δεν ήταν αυτό. Παρέμεινα ήσυχος και με σκυμμένο το κεφάλι όπως μου είχαν επιβάλει οι προϊστάμενοι από το γραφείο εύρεσης εργασίας. Είχα παρακάμψει τον νόμο εργασίας ανηλίκων, ευτυχώς δύσκολα γίνεται αντιληπτό πως δεν είμαι είκοσι αλλά δεκαεφτά, μεγαλοδείχνω, αρκετά ψηλός και γυμνασμένος, αξύριστος όπως επιβάλει η μόδα με σακάκι και μια πλαστή ταυτότητα. Το όνομα μου πλέον ήταν Κωνσταντίνος Λούκος, και είχα εμπειρία ως σοφέρ υψηλά υφιστάμενων προσώπων, κυρίως υπουργών.

    Ήρθε η σειρά μου για την συνέντευξη. Βρισκόμουν στην έπαυλη Γκίνη, του εχθρού, εφοπλιστή Δημήτρη Γκίνη όπου έψαχνε σοφέρ για την πολυαγαπημένη του κόρη, Σοφία Γκίνη, τον στόχο μου.

- «Πέρασε και κάθισε», είπε το μελλοντικό μου αφεντικό, το κορόιδο. Σίγουρα εμένα θα επέλεγε. Όταν θα έβλεπε πρωτοκλασάτα ονόματα στο βιογραφικό θα ψάρωνε, θα ζήλευε, θα με ξεχώριζε. Έτσι του έδωσα τον φάκελο σηκώνοντας το ανάστημα μου και φτιάχνοντας το κουστούμι, για να αναδείξω τη δυνατότητα μου να προσφέρω ακόμη και προστασία με τα μεγάλα μου μπράτσα, αυτό πουλάει. Ήταν όλα τόσο ψεύτικα, σαν ταινία ο ήρωας μπαίνει άνετος στο μεγαλοπρεπές γραφείο που είναι γεμάτο αντίκες. Ο τύπος ήταν εύκολο θύμα, το μόνο που έκανε ήταν να πλασάρει ένα ψεύτικο πρόσωπο που ήμουν έτοιμος να ξεσκίσω από μέρα σε μέρα. Πίσω από το γραφείο του δέσποζε ένας πίνακας, με τι άλλο; τη μούρη του, είναι γελοίος έχει το βλέμμα του υπερόπτη, όμως αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία. Το βλέμμα αυτό έκρυβε πολλά μυστικά, όπως τις καρκινογόνες ουσίες σε καλλυντικά ή το ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Αν και έχει συλληφθεί πολλές φορές έχει καταφέρει να δικαιωθεί. Με τα χρήματα έχει καταφέρει να εξαγοράσει δικαστές και ενόρκους. Το όνομα του είναι γνωστό σ΄ όλους, όπως και οι λαμογιές του. Όλοι κάνουν τα στραβά μάτια, όλοι εκτός από εμένα και τα αδέρφια μου που προσπαθούμε να αποδώσουμε δικαιοσύνη.

 Για μερικά λεπτά το μόνο που έκανε ήταν να διαβάζει τον φάκελο και να παίρνει τζούρες από το πούρο του δημιουργώντας ένα νέφος καπνού γύρω από το γραφείο.

- «Βλέπω πως έχεις ένα πλούσιο βιογραφικό, αλλά δεν βλέπω κανέναν λόγο απόλυσης ούτε λόγο παραίτησης από τις δουλείες αυτές, αμειβόσουν πολύ καλά».

- «Η δουλειά δεν είναι μόνο τα χρήματα. Ψάχνω κάτι το ενδιαφέρον, που δεν το είχα βρει μέχρι και σήμερα. Αλλιώς είναι να δουλεύεις ως οδηγός για έναν πλούσιο και αλλιώς για κάποιον έξυπνο με επιχειρηματικό δαιμόνιο». Γέλασε, κορδώθηκε, μπλέχτηκε στο νήμα μου, πλέον ήταν του χεριού μου. Σαν να δίνεις καραμέλα σε μικρό παιδί, τόσο εύκολο. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν να του χαϊδέψω τα αυτιά. Με προσέλαβε. Δώσαμε τα χέρια σαν έντιμοι άντρες, μόνο που κανένας από τους δυο μας δεν ήταν. Εγώ τον κορόιδευα ενώ σχεδίαζα το τέλος του και  αυτός πέρα από τις απάτες έχει βάψει τα χέρια του με το αίμα της οικογένειας μου. Είναι απλό, δεν σκοτώνεις τη χημικό που αποκαλύπτει το σκάνδαλο με τις καρκινογόνες ουσίες αλλά ούτε και τον σύζυγο της δικηγόρο που σε στέλνει στα δικαστήρια, πόσο μάλλον τον γιό τους που ζητά εκδίκηση αναρτίζοντας στο ίντερνετ την αλήθεια και βανδαλίζοντας το εργοστάσιο με τους φίλους του. Καθώς μου δίνει το χέρι του σιχαίνομαι να το πιάσω, μπορεί να μην κρατούσε αυτός το όπλο αλλά το έκανε ο μπράβος του, δεν διαφέρει.

 

    Το επόμενο πρωί με βρήκε πάλι στα βόρια προάστια περιμένοντας  την κόρη του να την πάω σχολείο. Τη χάζευα, ήταν τόσο όμορφη, γλυκιά, άστραφτε απ' άκρη σ' άκρη, ό ήχος της ήταν τόσο γαλήνιος και τα λάδια της μηχανής της, την έκαναν κούκλα. Για την BMW μιλάω, ήταν εκεί έτοιμη για να την οδηγήσω. Δεν μπορώ να πω το αντίθετο, ζηλεύω τον κακομοίρη τον Δημήτρη για τα αυτοκίνητα του. Είναι τόσο «φτωχός». Σίγουρα στο γκαράζ υπάρχουν πέντε αυτοκίνητα, ίσως και περισσότερα, όλα ένα και ένα.

    Επιτέλους η πριγκιποπούλα κατέβηκε, μου έδωσε την ευκαιρία να βάλω μπρος την νέα μου παράφορη αγάπη, την μαύρη, μια και μοναδική μου τζιπ BMW. Η αλήθεια είναι πως όταν άνοιξα τη πόρτα της Σοφίας δεν πρόσεξα καν το πρόσωπο της, με τύφλωνε περισσότερο ο έρωτας μου για το αυτοκίνητο. Ενώ έβαλα μπρός και απομακρύνθηκα από την έπαυλη μπαίνοντας στον κεντρικό δρόμο, την κοίταξα μέσα από τον καθρέφτη. Ήταν ψιλή , μελαχρινή με ίσια μαλλιά και λεπτή , πολύ λεπτή, έμοιαζε σχεδόν ανορεξική. Χάζευε έξω από το παράθυρο. Δεν κατάφερα να καταλάβω κάτι γι' αυτήν, ήταν αινιγματική αλλά σίγουρα θα μάθαινα τις αδυναμίες της, όλες εκτός από αυτή που έχει στο μπαμπάκα της που μου είναι ήδη γνωστή από την χθεσινή μου κουβέντα μαζί του. Πάρκαρα και την άφησα στο σχολείο.

- « Τί ώρα να γυρίσω να σας πάρω;»

- «Στις δύο να είσαι εδώ, έχω πρόβα» είπε. Συνέχισε όμως: «Σοφία με λένε, δεν χρειάζεται πληθυντικός». Από ότι φαίνεται το γονίδιο της υπεροψίας δεν πέρασε στην κόρη, ορίστε ένα στοιχείο.

    Όλο το πρωί χάζευα στους δρόμους δεν είχα καμία διάθεση να γυρίσω στο γκαράζ και να περιμένω να πάει δύο. Μου έχουν δώσει άλλωστε λεφτά για την τροφή του μωρού μου, πολλά λεφτά που είχα σκοπό να τα ξοδέψω αφού αύριο θα μου δώσουν κι' άλλα.

    Όταν πήγε δύο γύρισα στο σχολείο για να πάρω τη Σοφία, καθόταν σ' ένα παγκάκι μόνη της και με περίμενε. Στοιχείο δεύτερο: δεν έχει φίλους, άρα ούτε και αγόρι, δεν θα λείψει δηλαδή σε κανέναν όταν έρθει η ώρα. Καλό αυτό. Άμα πρέπει να φύγεις για τον άλλο κόσμο μην αφήνεις πίσω σου ανθρώπους που σ΄αγαπούν.

 Μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα μ' ένα υποκριτικό χαμόγελο. Είχα αργήσει.

- «Πώς πήγε η μέρα σου;»

- « Η μέρα μου δεν έχει αρχίσει ακόμη, πήγαινε με στην πρόβα μου και τότε θα σου απαντήσω». Δεν μίλησα την πήγα στην διεύθυνση που μου είχαν δώσει. Σχολή μπαλέτου, σοβαρά τώρα; Κατέβηκε γρήγορα από το αυτοκίνητο και έτρεξε προς το κτήριο. Θα την περίμενα, μόλις μία ώρα είχε μάθημα και μπορούσα να την περάσω παίζοντας στο κινητό. Λίγο πριν να πάρω το κινητό από τη τσέπη μου άσκουσα ένα άλλο κινητό να χτυπάει. Γύρισα το κεφάλι μου και το είδα παραπεσμένο πάνω στο πίσω κάθισμα. Το είχε ξεχάσει και την καλούσαν. Το πήρα και μπήκα μέσα στη σχολή. Πέρασα απ' όλες τις αίθουσες όμως δεν την βρήκα πουθενά. Συνέχισα προς τα αποδυτήρια ενώ το κινητό συνέχιζε να χτυπάει. Δεν ήταν ούτε εκεί, γύρισα πίσω και τότε πρόσεξα κάποιον να έχει κουβαριαστεί στο πάτωμα και να κλαίει.

- « Σοφία;» είχε πέσει κάτω και είχε μαζευτεί σε μια γωνία. Έκλαιγε. «Τί τρέχει; τι έπαθες;»

- «Φύγε!» είπε και με παρότρυνε να το κάνω. Δεν το έκανα όμως, δεν ξέρω γιατί. Είδα δίπλα της ένα κουτί με χάπια.

- «Τι είναι αυτά;»

- «Τίποτα» προσπάθησε να τα κρύψει, όμως πρόλαβα και τα άρπαξα. Δεν υπήρχε ετικέτα στο κουτί και δεν φαίνονταν για συνηθισμένα χάπια, τα παρατήρησα καλύτερα, δεν ήταν βιταμίνες ούτε αντιβίωση, ήταν βαριά ψυχοφάρμακα, για πολλούς όμως εύκολη λύση ναρκωτικών.

- «Τι τα θες εσύ αυτά;» δεν απαντούσε, έτσι την σκούντησα και επανέλαβα φωνάζοντας. Έβαλε τα κλάματα.

- «Τί τα θέλω; η ζωή για εμένα είναι αυτά τα χάπια σου αρέσει ή όχι. Κοίτα με τι βλέπεις; ένα φρικιό. Δεν έχω τίποτα για να είμαι ευτυχισμένη μόνο αυτά τα χάπια».

- «Μα δεν είσαι ευτυχισμένη, κλαις. Κλαίς γιατί παίρνοντας αυτά τα χάπια δεν μπορείς να χορέψεις, με δυσκολία περπατάς, είσαι αδύναμη».

- «Δεν χρειάζομαι μαθήματα ζωής, βλέπω εσένα. Λες ψέματα για την ηλικία σου και δεν έχεις ζωή».

- «Τι λες;»

- «Δεν είσαι είκοσι, ούτε καν δεκαοχτώ. Μπορεί να νομίζεις ότι έχεις κρύψει τα παιδικά σου χαρακτηριστικά αλλά όχι δεν τα έχεις καταφέρει. Βλέπεις ένα αυτοκίνητο και ενθουσιάζεσαι, χαλάς όλα τα λεφτά που σου δίνουν σε χαζά περιοδικά και αλμυρά σνακ που νομίζεις πως κρύβεις κάτω από το κάθισμα και προσπαθείς να ελέγξεις τι κάνω κάθε στιγμή μέσα από τον καθρέφτη. Είσαι ένας ψεύτης και εσύ όπως και εγώ, η μόνη μας διαφορά είναι όμως πως εγώ λέω ψέματα στον εαυτό μου».

     Έχασα την ισορροπία μου, τα γόνατα μου λύγισαν και έμεινα να την κοιτάω άναυδος. Είχε καταφέρει να αποκωδικοποιήσει όλες μου τις κινήσεις, το χειρότερο όμως ήταν πως ήξερε ότι είχε δίκιο, το απέδειξε η συμπεριφορά μου. Πανικοβλήθηκα. Με κοιτούσε επίμονα και συνέχισε: «Ηρέμησε δεν θα πω τίποτα, δεν έχω κάτι να κερδίσω». Σηκώθηκα και έφυγα, πήγα στο αυτοκίνητο και βούλιαξα στο κάθισμα. Ήμουν χαμένος. Άμα δεν μπορούσα να πείσω μια δεκαεφτάχρονη πως θα τα κατάφερνα μ' έναν δολοφόνο;

 Πέρασαν λίγα λεπτά και η Σοφία εμφανίστηκε, μπήκε στο αμάξι και ζήτησε να την γυρίσω σπίτι της. Δεν το έκανα. Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο αλλά όχι για το σπίτι. Ήθελα να της δείξω κάτι. Άμα την έφερνα κοντά μου θα σιωπούσε σίγουρα, δεν θα έλεγε τίποτα και εγώ θα προλάβαινα να τελειώσω το σχέδιο. Βγήκα  την παραλιακή και την άκουγα να παραπονιέται από το πίσω κάθισμα πως αυτός ο δρόμος δεν ήταν του γυρισμού. Δεν μπήκα καν στον κόπο να απαντήσω. Όταν έφτασα εκεί που ήθελα σταμάτησα και της έγνεψα να βγει από το αυτοκίνητο. Ήταν μία άδεια από κόσμο παραλία.

- «Τί κάνουμε εδώ; κάνει κρύο».

- «Εδώ με έφερναν μικρό οι γονείς μου, πριν τους χάσω. Τέτοια εποχή, χειμώνα. Με άφηναν να παίζω με την άμμο. Θυμάμαι, έλεγαν πως η αδυναμία του ανθρώπου να αντέξει το κρύο έκανε τη θάλασσα να μοιάζει άσχημη μόνο στα μάτια του, δεν ήταν πραγματικά. Η θάλασσα μένει πάντα το ίδιο όμορφη και σαγηνευτική, η δική μας οπτική γωνία την κάνει άγονη ενώ δεν είναι. Πεθαίνουν τα ψάρια τον χειμώνα; όχι! Άρα αυτό που πρέπει να κάνεις για να δεις την θάλασσα αλλά και τη ζωή σου όμορφη είναι να αλλάξεις την οπτική σου γι' αυτή».

   Άθελα μου της έδειξα την αδυναμία μου, πως οι γονείς μου είναι νεκροί. Το μόνο που ήθελα ήταν να παίξω με το μυαλό της να την κάνω να με συμπαθήσει για να είμαι ελεύθερος. Απέτυχα, της ανοίχτηκα και το κακό είναι πως το έκανε και αυτή. Η αλήθεια είναι ότι αφέθηκα και αυτά τα λίγα λεπτά συζήτησης που είχα στο μυαλό μου μετατράπηκαν σε ώρες και η απάθεια μου γι' αυτήν σ' έγνοια. Έπρεπε να είχα σταματήσει, μπλέχτηκα και εγώ στο ίδιο μου το παιχνίδι, άρχισα να την ερωτεύομαι, μέγα λάθος.

 

    Η επόμενη μέρα ήταν ήσυχη. Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς και η Σοφία είχε αρρωστήσει από την χθεσινή μας βόλτα. Με βόλευε αυτό. Δεν ήθελα να την δω, όσο βρίσκομαι κοντά της επηρεάζομαι. Το μεσημέρι ο Δημήτρης μας κάλεσε όλους τους υπάλληλους του να φάμε μαζί του. Απ' ότι άκουσα συνηθίζει να το κάνει. Η καθαρίστρια λέει πως δεν είναι όσο άκαρδος φαίνεται. Πήγα στην τραπεζαρία σχεδόν όλοι είχαν μαζευτεί, γύρω στα δέκα άτομα. Δυο άνθρωποι ζουν σ' αυτό το σπίτι και χρειάζονται δέκα άτομα για να κάνουν τις δουλείες. Άρρωστο όπως και η Σοφία που δεν κατέβηκε από το δωμάτιο της, το μυαλό μου γύριζε σ' αυτήν ξανά και ξανά.

- «Καθίστε, δεν βλέπω μπροστά μου από την πείνα». Είπε ο Δημήτρης και όλοι καθίσαμε στις θέσεις μας. Το φαγητό ήταν καλομαγειρεμένο και όλοι έπεσαν με τα μούτρα στον αγώνα κατάπωσης. Αρχικά δεν μιλούσε κανείς όμως όλα άλλαξαν. Φάνηκε πως είχαν όντως καλές σχέσεις μεταξύ τους. Μιλούσαν για ώρες, ο καθένας ήξερε τα οικογενειακά του άλλου και σιγά σιγά πήρε και εμένα η μπάλα. Απαντούσα στις ερωτήσεις τους ειλικρινά. Δεν είμαι χαζός όμως, δεν ανέφερα τίποτα για οποιαδήποτε από τις δύο αληθινές μου οικογένειες.

 

 Ανοίχτηκα στον εχθρό, μίλησα αρκετά, δέθηκα μαζί του, μαζί με τη κόρη του. Είχα χάσει το μυαλό μου. Έπαιζα σε δύο στρατόπεδα. Όλη μέρα ήμουν μαζί με τους καινούριους μου φίλους και τα βράδια γύριζα στην οικογένεια μου. Είμαι προδότης. Ο Άρης θα ντρεπόταν για εμένα. Έχασα το στόχο μου. Αν και δεν ξεχνούσα ποιός ήταν ο Δημήτρης έβλεπα και τα καλά του χαρακτηριστικά, όπου στη προκειμένη περίπτωση ήταν το ενδιαφέρον και η γαλήνια του αύρα. Από την άλλη όσο περνούσε ο καιρός οι ιδέες της ομάδας μου φαίνονταν απόμακρες. Είχαν δίκιο για τη σαπίλα της σύγχρονης κοινωνίας, το πιστεύω και πάντα το πίστευα αλλά... Έχασα το αίσθημα του θυμού και του μίσους, έμεινε μόνο αυτό της λύπης. Η εκδίκηση φάνταζε σωστή, όμως τώρα απέκτησα ενοχές, δεν ξέρω τι να κάνω. Μακάρι να μπορούσε να συνεχιστεί  αυτή η κατάσταση, όμως δεν γίνεται. Τα  αδέρφια μου αρκετά περίμεναν. Έπρεπε να δράσω όπως έλεγαν. Αν σκότωνα την Σοφία, θα πλήγωνα τον πατέρα της. Ένα είναι σίγουρο δεν μπορώ να το κάνω, δεν είναι σωστό, χύνοντας κι' άλλο αίμα δεν θα πάρω εκδίκηση αλλά θα προκαλέσω περισσότερο πόνο, όχι μόνο στο Δημήτρη αλλά και σ' εμένα. Καλώς ή κακώς, ο Λουκάς έγινε ένα με τον Κωνσταντίνο και κανείς δεν υπερείχε, είναι ίσοι.

 

 Κόντευε να νυχτώσει. Γύρισα στην αποθήκη για να τελειώνω μ΄αυτήν την κατάσταση. Να πω την αλήθεια. Να δηλώσω την παραίτηση μου και την συγνώμη μου για τους θεατρινισμούς μου. Έσβησα τη μηχανή του αυτοκινήτου μπροστά από την είσοδο της αποθήκης όπου οι μεγαλύτεροι με περίμεναν.

- «Καλώς τον» είπαν χαμογελαστοί. Ήμουν το καμάρι τους

- «Γεια». Ξεφυσούσα όλη την ώρα. Ήθελα να το βάλω στα πόδια. Να τρέξω κάπου να κρυφτώ.

Το κατάλαβαν και άρχισαν οι ερωτήσεις. Δεν κρατήθηκα, αν υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να κάνω είναι να υποκριθώ ότι όλα πάνε καλά. Αφού δεν πάνε. Τους τα είπα όλα, είπα την αλήθεια, τι έγινε    από την πρώτη μέρα έως και την τελευταία, τι πιστεύω, τι αισθάνομαι. Άδικος κόπος. Με κοιτούσαν με απέχθεια, με μίσος. Δεν ήμουν πλέον δικός τους είχαν δίκιο. Δεν ήμουν κανενός, ήμουν ελεύθερος ή έτσι πίστευα. Προσπάθησα να φύγω, δεν με άφησαν, προσπάθησαν να με προσηλυτίσουν ξανά στις ιδέες τους. Δεν τα κατάφεραν. Το κλίμα άλλαξε, ψυχράνθηκε ακόμη περισσότερο, δεν ένοιωθα πλέον ασφαλής, είχα αποκτήσει την υπερένταση του Άρη, μόνο που τελικά δεν θα την χαρακτήριζα υπερένταση αλλά φόβο.

    Όταν προσπάθησα για δεύτερη  φορά να το σκάσω ήρθε η πρώτη γροθιά στο στομάχι, μία κλοτσιά στα πλευρά, δεν άντεξα από τον πόνο έπεσα κάτω. Έγινα ένα με το πάτωμα. Τότε κάποιος άρπαξε το κεφάλι μου το χτύπησε με δύναμη. Τότε άρχισαν οι απειλές.

- «Δεν μπορείς να γλυτώσεις τόσο εύκολα, βασιστήκαμε πάνω σου, ήσουν αδερφός μας και είχες μόνο ένα ρόλο, να σκοτώσεις ένα εθισμένο κοριτσάκι, ούτε αυτό δε μπορούσες να καταφέρεις; ήθελες να μπλεχτείς και με τα μεγάλα ψάρια η μούρη σου. Είσαι μόνο ένα αγοράκι, ένα φοβισμένο αγοράκι».

    Για ένα λεπτό το μόνο που άκουγα ήταν βήματα γύρω γύρω σ' όλον τον χώρο. Αυτό σήμαινε δύσκολη απόφαση. Δεν ήξεραν τι να κάνουν να με σκοτώσουν ή να απειλήσουν και τα δύο όμως θα με οδηγούσαν στον θάνατο. Η μοναδική τους σκέψη ήταν αν θα μπορούσα να τους φανώ χρήσιμος σε κάτι άλλο. Ο θάνατος ήταν σίγουρος. Τότε ξαφνικά άκουσα τη φωνή κάποιου.

«Έχεις μία μόνο ευκαιρία, πήγαινε και σκότωσε τον ίδιο τον Γκίνη, κάνε ό,τι θες με την κόρη του σκότωσε την, κράτα την για τον εαυτό σου. Δεν μας νοιάζει. Μαζί με τους δικούς σου γονείς σκοτώθηκαν και δικοί μας που τους υποστήριξαν, ήμασταν μια παρέα που καταστραφήκαμε μαζί. Ένας ήταν ο ρόλος σου και η αυλαία δεν θα κλείσει αν δεν ακουστεί ο δικός σου μονόλογος. Σ' αρέσει ή όχι είσαι δικός μας, σε κάνουμε ό,τι θέλουμε. Υπάρχουν δύο επιλογές κάνεις ότι σου λέμε και ζεις ή αλλιώς πεθαίνεις».

 

 Με άφησαν να φύγω, μου έβαλαν ένα όπλο στο χέρι και δύο από αυτούς με συνόδεψαν μέχρι την έπαυλη όπου περίμεναν απ' έξω. Μπήκα μέσα μόνος, πήγα στο δωμάτιο που είδα για πρώτη φορά τον Δημήτρη. Αυτή  την φορά δεν ένιωσα απέχθεια. Άρχισα να απολογούμαι αντί να τον απειλώ. Όταν με είδε ήρθε και η Σοφία. Άκουσαν όλα όσα είχα να τους πω. Απομακρύνθηκαν, ο Δημήτρης φοβήθηκε, η Σοφία κατάρρευσε. Ο λόγος μου τελείωσε με το αληθινό μου όνομα, όπως ακριβώς αυτή η ιστορία ξεκίνησε.

 

 Βγήκα από το σπίτι, δεν ακούστηκε πυροβολισμός. Αυτομάτως η έξοδος μου σήμαινε για τους αδερφούς μου τον θάνατο μου. Έτσι και έγινε.

 

 Έπαιξα και έχασα. Ήμουν μόνο ένα παιδί, δεν ήξερα που έμπλεκα, δεν είχα στήριγμα, έχασα τον δρόμο μου και δεν έμαθα ποτέ που ανήκα. Ήμουν ο παθητικός ακροατής. Είχα την ευκαιρία όμως να ακούσω όλες τις απόψεις, όλες τις μεριές. Δεν είναι όλα άσπρο, μαύρο. Δεν σε καταστρέφει ο εχθρός σου αλλά το μίσος και ο θυμός που κρύβεις μέσα σου. Έτσι λοιπόν σου ζητώ να μην είσαι αμετανόητος, όλα είναι ρευστά, αλλάζουν καθημερινά. Μάθε να ακούς τα πάντα και να τα κρίνεις. Η ιδεολογία σου δεν καθορίζεται από τους φίλους, η την οικογένεια σου, εγώ στα δεκαεφτά χρόνια της ζωής μου άλλαξα δύο φορές τις ιδέες μου και δεν συμβιβάστηκα απόλυτα με καμία. Κατέρρευσα ψυχικά αμέτρητες φορές όμως όσο έζησα συνέχιζα να μαθαίνω ακόμη και αλήθειες που δεν ήταν καθόλου βολικές. Δυστυχώς ή ευτυχώς ο άνθρωπος έχει διπολικό χαρακτήρα, στον οποίο πρέπει να επενδύει συνεχώς και στις δύο πλευρές ισότιμα. Όποιος θεωρείται κακός δεν είναι απαραίτητα, όπως ακριβώς και το αντίθετο, όλα είναι θέμα οπτικής γωνίας.

 

 

 

                                                                                                                       Ερινύα